- ἀλεύκαντος
- ἀλεύκαντος, ον,A not growing white,
τρίχες
Cat. Cod.Astr.8(3).157
, cf. Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίχες
Cat. Cod.Astr.8(3).157
, cf. Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλεύκαντος — αλεύκαντος, η, ο και αλεύκαστος, η, ο αυτός που δε λευκάνθηκε, δεν άσπρισε: Τα σεντόνια στέκονταν ακόμη αλεύκαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύκαντος — η, ο (Α ἀλεύκαντος, ον) [λευκαίνω] αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν άσπρισε … Dictionary of Greek
άλευκος — η, ο 1. ο μη λευκός 2. ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λευκός] … Dictionary of Greek
αλεύκαστος — η, ο ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. λευκαστός < λευκάζω] … Dictionary of Greek